αμαραντόχρους

αμαραντόχρους
-ουν αυτός που έχει το χρώμα τού αμάραντου, ο κιτρινόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάραντος + β' συνθ. -χρους < χρως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”